- κοινολόγημα
- το1. καθετί που λέγεται δημόσια, που κοινολογείται2. κοινός λόγος, ασήμαντος λόγος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινολογῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1819 στον Χαρίσιο Δ. Μεγδάνη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοινολόγημα — το, ατος 1. αυτό που κοινολογείται, διάδοση. 2. ασήμαντος λόγος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοινός — ή, ό (AM κοινός, ή, όν, Α αττ. ποιητ. τ. κοινός, όν) 1. αυτός που ανήκει σε πολλούς μαζί, που κατέχεται όμοια από πολλούς ή που χρησιμοποιείται από πολλούς, δημόσιος (α. «κοινή είσοδος» β. «τὸν ἥλιον τὸν κοινὸν ἡμῑν», Μεν.) 2. αυτός που… … Dictionary of Greek